- κατακρίνομαι
- κατακρίνομαι, κατακρίθηκα βλ. πίν. 2
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κατακρίνομαι — κατακρί̱νομαι , κατακρίνω give as sentence against aor subj mid 1st sg (epic) κατακρί̱νομαι , κατακρίνω give as sentence against pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
κατακρίνω — και κατακρένω (AM κατακρίνω, Α αρκαδ. τ. κακρίνω) 1. εκφράζω μομφή εναντίον κάποιου, αποδοκιμάζω κάποιον, επιτιμώ κάποιον για κάτι, κατηγορώ («ο κόσμος σέ κατακρίνει για τους κακούς τρόπους σου») 2. καταγγέλλω κάτι αξιόμεμπτο ή ελαττωματικό (α.… … Dictionary of Greek
μωμοσκοπώ — μωμοσκοπῶ, έω (ΑΜ) [μωμοσκόπος] εξετάζω τα ζώα που προορίζονται για θυσία για να δω αν έχουν κανένα ελάττωμα μσν. 1. (κατ επέκτ.) έχω την τάση να ψέγω, να κατακρίνω, είμαι φιλοκατήγορος, φιλόψογος 2. (το παθ.) μωμοσκοποῡμαι, έομαι υφίσταμαι ψόγο … Dictionary of Greek
ψόγος — ο, ΝΑ μομφή, κατάκριση, κατηγορία αρχ. 1. σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι 2. φρ. α) «ψόγον ἔχω» και «ψόγον φέρω» κατακρίνομαι, κατηγορούμαι (Πλάτ.) β) «ψόγους ποιῶ» συνθέτω σατιρικούς στίχους (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού… … Dictionary of Greek